- χοότης
- χοότης, ητος, ἡ,A earthy nature (cf.
χοϊκός 1
), Anon.Alch. in Gött. Nachr.1919.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοϊκός 1
), Anon.Alch. in Gött. Nachr.1919.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.